Μαρέντσιο, Λούκα

Μαρέντσιο, Λούκα
(Lucca Marenzio, Κοκάλιο, Μπρέσια 1553 – Ρώμη 1599), Ιταλός συνθέτης. Υπήρξε μαθητής του Τζοβάνι Κοντίνο, αρχιμουσικού του καθεδρικού ναού της Μπρέσια. Εργάστηκε στην υπηρεσία καρδιναλίων και πριγκίπων σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας (κυρίως στη Ρώμη), καθώς και στην αυλή του Σιγισμούνδου Γ’ της Πολωνίας, στην Κρακοβία. Απέκτησε διάσημους φίλους, όπως οι Τάσο, Τζοβάνι Μπατίστα Γκουαρίνι, Αλεσάντρο Στρίτζιο, Γιάκομπ βαν Βερτ, Τζον Ντόουλαντ, οι οποίοι και τον εκτιμούσαν πολύ. Αποτέλεσε εξέχουσα μορφή συνθέτη στον χώρο του μη θρησκευτικού λυρικού τραγουδιού, προσδίδοντας μεγάλη λαμπρότητα στο είδος της μαδριγαλικής πολυφωνίας και εμπλουτίζοντας την κλασική μορφή του με μοτίβα που πήγαζαν από τη ζωηρή καλλιτεχνική του φαντασία. Οι συνθέσεις του διακρίνονται για την εξαίρετη κομψότητά τους και εξαίρουν, μέσα σε μια τέλεια ισορροπία μουσικών και ποιητικών τόνων, την φωνή και την τραγουδιστική απόχρωση του λαϊκού μοτίβου. Συνέθεσε μια μεγάλη σειρά από μαδριγάλια με τέσσερις, πέντε και έξι φωνές, καθώς και βιλαντέλες και ναπολιτάνικες άριες. Εξίσου σπουδαίες είναι και οι συνθέσεις του θρησκευτικής μουσικής, μεταξύ των οποίων αρκετά μοτέτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… …   Dictionary of Greek

  • βιλανέλα ή βιλανέσκα — Μουσικο λογοτεχνική πολυφωνική σύνθεση, που αναπτύχθηκε και διαδόθηκε ιδιαίτερα τον 16ο και 17ο αι. Η σύντομη έκταση, η εκφραστική της απλότητα και το πλάσιμό της, που βρίσκεται μακριά από τον πολύπλοκο αντιστικτικό χαρακτήρα που έχει το… …   Dictionary of Greek

  • μαδριγάλι — Ιταλική ποιητική σύνθεση λαϊκής προέλευσης, κυρίως ποιμενικού περιεχομένου. Τον 14o αι. με τον Πετράρχη, το μ. πέρασε στη λόγια ποίηση και κατόπιν υιοθετήθηκε από το μεγαλύτερο μέρος των Ιταλών ποιητών. Το αρχικό μετρικό σύστημα ήταν σταθερό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”